αμάρα

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμάρα)
1. αυλάκι για την άρδευση κήπων
2. οχετός, υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης προελεύσεως τεχνικός όρος με σπάνια χρήση. Κατά μια άποψη η λ. πιθ. να είναι συγγενής ετυμολογικά με το ουσ. ἄμη «φτυάρι». Κατά την άποψη αυτή η λ. ἀμάρα αποτελεί παράγωγο του ρημ. διαμῶ, εξαμῶ «ανοίγω αυλάκι». Ο σχηματισμός της οφείλεται σε επίδραση τών ουσ. τάφρος (< θάπτω) και χαράδρα. Κατ’ άλλη άποψη η λ. είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο ανατολικής προελεύσεως, πρβλ. χεττιτ. amiyar(a) «οχετός, αυλάκι, διώρυγα». Τέλος κατ’ άλλους η λ. πιθ. να συνδέεται με το αλβ. ame «κοίτη ποταμού» και τα ονόματα τών ποταμών Amana, Amantra κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαρεύω, ἀμαρήιος, ἀμαριαῖος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαρησκαπτήρ.