δικεῖν
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
inf. of ἔδῐκον, an aor. used by Pi. and Trag. (the pres. A δίκει Aristaenet.2.1 is prob. f. l. for δίεπει):—throw, cast, τι Pi.P.9.123, A.Ch.99; πεδόσε σώματα E.Ba.600; χεῖρ' ἐς οὐρανόν Id.HF 498. 2 strike, δ. πέτρῳ Pi.O.10(11).72; κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς E.Ph.664.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δῐκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ.· πεδόσε σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. πέσημα. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· ἐντεῦθεν δίσκος (ὡς λέσχη ἐκ τοῦ λέγω), καὶ ἴσως δίκτυον).
French (Bailly abrégé)
v. δίκω.
Spanish (DGE)
(δῐκεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad., ind. sin aum. 3a sg. δίκε E.Ph.641, inf. δίκειν Corn.ND 34]
1 lanzar, arrojar, tirar objetos μᾶκος ... ἔδικε ... ὑπὲρ ἁπάντων (πέτρον) lanzó (el disco de piedra) una distancia superior a la de todos Pi.O.10.72, δικοῦσα τεῦχος arrojando el vaso A.Ch.99, cf. E.Ph.1417, 1490, ἐς βαθυσπόρους γύας ... ὀδόντας de la siembra de los dientes del dragón, E.Ph.668, del cuerpo o partes del mismo δικὼν ... σῶμα πατρὸς ἐς δόμους lanzando tu cuerpo a la casa de tu padre, e.d., tirándote al mar, por ser Teseo hijo de Posidón, B.17.63, Μυρτίλου φόνον δικὼν ἐς οἶδμα πόντου E.Or.991, δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα E.Ba.600, cf. Ph.641, κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρόν δικών Lyc.531, χεῖρ' ἐς οὐρανὸν δικών E.HF 498, ἐς κόμας δὲ δακτύλους δικών E.Or.1469, δίκειν γὰρ τὸ βάλλειν Corn.l.c., cf. Hsch.
2 c. doble ac. golpear κρᾶτα φόνιον ὀλεσίθηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς golpeando con movimientos del brazo la cabeza asesina del monstruo E.Ph.665.
• Etimología: Prob. emparentado c. δείκνυμι q.u., c. el sent. originario ‘dirigir’.
Greek Monolingual
δικεῑν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].
Greek Monotonic
δῐκεῖν: απαρ. του ἔδῐκον, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία·
1. ρίχνω, πετώ μακριά, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. πλήττω, χτυπώ, βάλλω, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκεῖν: [inf. к aor. 2 ἔδικον
1) бросить, метнуть Pind., Aesch., Eur.;
2) отбросить прочь, сорвать, совлечь (τι ἀπό τινος Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: throw (Pi.) also aim (on high) (E. HF 498) with ἄνδικε ἀνάρριψον, ἀνδικά ὁ βόλος, ἀνδίκτης τὸ ἀναριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον (Call.) H.
Derivatives: δίκτυον and δίσκος, s. vv.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with δείκνυμι is defended by Brugmann IF 39, 144ff. and Gonda (s. δείκνυμι) 216ff. but this is semantically not easy. See on δίκτυον and δίσκος. Fur. 297 compares λιχάξαι ῥῖψαι, βαλεῖν. Κρῆτες H., which points to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
1. to throw, cast, Aesch., Eur.
2. to strike, Pind., Eur.
Frisk Etymology German
δικεῖν: Aor.
{dikeĩn}
Grammar: v.
Meaning: werfen (Pi., Trag.) auch ‘(in die Höhe) richten’ (E. HF 498) mit ἄνδικε· ἀνάρριψον, ἀνδικά· ὁ βόλος, ἀνδίκτης· τὸ ἀναριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον (Kall.) H.
Derivative: Davon δίκτυον und δίσκος, s. dd.
Etymology : Der formal sehr naheliegende Anschluß an δείκνυμι ist mit Recht von Brugmann IF 39, 144ff. und nach ihm von Gonda (s. δείκνυμι) 216ff. verteidigt worden: in eine Richtung bringen, richten, woraus zeigen bzw. werfen. — Unhaltbare Wurzelanalyse bei Grošelj Živa Ant. 4, 169.
Page 1,392