εὐνουχίζω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A castrate, τινα Ev.Matt.19.12 (Act. and Pass.), Luc.Sat. 12, etc.; γυναῖκας Xanth.19: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.Orib.8.2.8:—Pass., Gal.4.570, D.C.68.2.
German (Pape)
[Seite 1084] zum Verschnittenen machen, entmannen, Luc. Cronos. 12. – Pass., D. Csss. 68, 2; auch γυναῖκας, Ath. XII, 515 c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχίζω: ὡς καὶ νῡν, ἀποτέμνω τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12· εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.
French (Bailly abrégé)
rendre eunuque, châtrer, mutiler.
Étymologie: εὐνοῦχος.
English (Strong)
from εὐνοῦχος; to castrate (figuratively, live unmarried): make…eunuch.
English (Thayer)
1st aorist ἐυνουχισα; 1st aorist passive ἐυνουχίσθην; (on the augment cf. Buttmann, 34 (30); WH s Appendix, p. 162); to castrate, unman: passive ὑπό τίνος, ἐυνουχίζειν ἑαυτόν, to make oneself a eunuch, viz. by abstaining (like a eunuch) from marriage, Josephus, Antiquities 10,2, 2; Lucian, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.
Russian (Dvoretsky)
εὐνουχίζω: делать евнухом, оскоплять (τινά Luc., NT).
Chinese
原文音譯:eÙnouc⋯zw 由恩烏希索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:閹割
字義溯源:去勢,閹割,閹;源自(εὐνοῦχος)=去勢的人);由(εὐμετάδοτος)X*=床,基)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12