ζυμωτικός

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῡμωτικός Medium diacritics: ζυμωτικός Low diacritics: ζυμωτικός Capitals: ΖΥΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zymōtikós Transliteration B: zymōtikos Transliteration C: zymotikos Beta Code: zumwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A causing to ferment, τινος Diocl.Fr.118.

German (Pape)

[Seite 1142] aufblähend, Ath. II, 55 b, οἱ ἐρέβινθοι ζ. τῆς σαρκός.

Greek (Liddell-Scott)

ζῡμωτικός: -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυμωτικός, -ή, -όν) ζυμώ
αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό
το ένζυμο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά
η αμοιβή που καταβάλλεται στον ζυμωτή για το ζύμωμα
4. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων που οφείλονται σε αύξηση τών ζυμώσεων.