θεημοσύνη

From LSJ
Revision as of 09:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεημοσύνη Medium diacritics: θεημοσύνη Low diacritics: θεημοσύνη Capitals: ΘΕΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: theēmosýnē Transliteration B: theēmosynē Transliteration C: theimosyni Beta Code: qehmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A contemplation: a problem, AP11.352.10 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1191] ἡ, Beobachtung, Agath. 68 (XI, 352).

Greek (Liddell-Scott)

θεημοσύνη: ἡ, θεωρία, ὑποκείμενον σκέψεως, πρόβλημα, Ἀνθ. Π. 11. 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sujet de contemplation ; problème à résoudre.
Étymologie: θεήμων.

Greek Monolingual

θεημοσύνη, ἡ (Α) θεήμων
1. θέαση, παρατήρηση
2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.

Greek Monotonic

θεημοσύνη: ἡ, θεώρηση, παρατήρηση, μελέτη, σχέδιο, ενατένιση, πρόβλημα, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεημοσύνη: ἡ созерцание, наблюдение Anth.

Middle Liddell

θεημοσύνη, ἡ,
contemplation: a problem, Anth.