θρῆνυς

From LSJ
Revision as of 10:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνυς Medium diacritics: θρῆνυς Low diacritics: θρήνυς Capitals: ΘΡΗΝΥΣ
Transliteration A: thrē̂nys Transliteration B: thrēnys Transliteration C: thrinys Beta Code: qrh=nus

English (LSJ)

υος, ὁ, (θράομαι) A footstool, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Il.14.240, cf. Od.19.57. II θ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, perh. helmsman's bench or bridge, Il.15.729.

German (Pape)

[Seite 1218] υος, ὁ (θρα), Fußschemel, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 Ruderbank, ἑπταπόδης, s. θρᾶνος.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνυς: -υος, ὁ, (θράω) θρανίον ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, ὑποπόδιον, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε ὑποπόδιον. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ ἑδώλιον τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
1 escabeau pour les pieds;
2 banc de rameurs.
Étymologie: cf. θρᾶνος et θρόνος ; myc. ta-ra-nu.

English (Autenrieth)

υος: footstool, either as in cut No. 105, from an Assyrian original, attached to the chair, or as usual standing free; also for the feet of rowers, or of the helmsman, in a ship, Il. 15.729.

Greek Monolingual

θρῆνυς, ὁ (Α)
1. υποπόδιο
2. η έδρα τών κωπηλατών ή το εδώλιο του πηδαλιούχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρ. τ. του θράνος].

Greek Monotonic

θρῆνυς: -υος, ὁ (*θράω),
I. σκαμνάκι σε Όμηρ.
II. θρῆνυς ἑπταπόδης, το σκαμνί με τα εφτά πόδια, το κάθισμα του πηδαλιούχου ή των κωπηλατών, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θρῆνυς: υος ὁ (= θρᾶνος)
1) скамеечка (для ног): ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκεν Hom. (мастер Икмалий) приставил скамеечку для ног;
2) корабельная скамья (для рулевого или гребцов) Hom.

Middle Liddell

θρῆνυς, υος [*θράω
I. a footstool, Hom.
II. θρ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, the seat of the helmsman or the rowers, Il.