κατώτατος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. from κάτω, A lowest, X.Cyr.6.1.52, LXX Ps.87(88).6, al.: neut. pl. as Adv., Hdt.7.23. Adv. κατωτάτω, v. κάτω.
German (Pape)
[Seite 1407] superl. von κάτω, der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. κάτω.
Greek (Liddell-Scott)
κατώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. κάτω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très bas, le plus bas ; pl. neutre adv. • κατώτατα HDT tout à fait en bas.
Étymologie: κάτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κατώτατος, -άτη, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή»)
2. αυτός που έχει την πιο χαμηλή ποιότητα, αυτός που έχει την πιο μικρή αξία από όλους, ευτελέστατος, ταπεινότατος.
επίρρ...
κατώτατα (Α κατώτατα και κατωτάτω)
στο πιο κάτω μέρος, στο πιο χαμηλό μέρος («oἱ μὲν κατώτατα ἐστεῶτες ὤρυσσον», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κατώτατος: -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του κάτω, ο πλέον χαμηλός, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατώτατος: [superl. к κάτω I] самый нижний: τὸ κατωτάτω οἴκημα Xen. нижнее основание (колесницы).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
Middle Liddell
κατώτατος, η, ον [Sup. adj. from κάτω
lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.