κυνοῦχος

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοῦχος Medium diacritics: κυνοῦχος Low diacritics: κυνούχος Capitals: ΚΥΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: kynoûchos Transliteration B: kynouchos Transliteration C: kynoychos Beta Code: kunou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. III; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.). II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64. III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.

Greek Monolingual

κυνοῡχος, ὁ (AM)
βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος
αρχ.
1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο
2. σάκος από δέρμα σκύλου
3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα
4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» — το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

κυνοῦχος: ὁ (ἔχω),
I. αυτός που έχει σκύλο, λουρί σκύλου, σε Ανθ.
II. σάκος από δέρμα σκύλου, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοῦχος: II
1) собачий ошейник Anth.;
2) охот. мешок из собачьей шкуры Xen.
удерживающий собак (κλοιός Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοῦχος -ου, ὁ [κύων, ἔχω] (leren) tas, buidel (voor geld).

Middle Liddell

κυν-οῦχος, ὁ, [ἔχω]
I. a dog-holder, dog-leash, Anth.
II. a dog-skin sack, used in hunting, Xen.