Α α

From LSJ
(Redirected from A a)

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Α α Medium diacritics: Α α Low diacritics: Α α Capitals: Α Α
Transliteration A: A a Transliteration B: A a Transliteration C: A a Beta Code: *a a

English (LSJ)

ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά = εἷς and πρῶτος, but = 1,000.

Greek (Liddell-Scott)

Α α: α, ἄλφα, τό, ἄκλ., πρῶτον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: ὅθεν ὡς ἀριθμητικόν, α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ χιλιοστός, ή, όν· μετὰ διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ μετὰ γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ αὐτοῦ (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ εἶδος, ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ ἄλφα ὅταν ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. δίφθογγος ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā μακρόν.

English (Abbott-Smith)

Α, α, ἄλφα (q.v.), τό, indecl.,
alpha, the first letter of the Greek alphabet. As a numeral, ά = 1, α = 1000. As a prefix, it appears to have at least two and perhaps three distinct senses:
1.ἀ- (before a vowel, ἀν-) negative, as in ἄ-γνωστος, ἄ-δικος.
2.ἀ-, ἁ- copulative, indicating community and fellowship, as in ἁ-πλοῦς, ἀ-κολουθέω, ἀ-δελφός.
3.An intensive force (LS, s. α), as in ἀ-τενίζω is sometimes assumed (but v. Boisacq, s.v.).

English (Strong)

of Hebrew origin; the first letter of the alphabet; figuratively, only (from its use as a numeral) the first: Alpha. Often used (usually an, before a vowel) also in composition (as a contraction from ἄνευ) in the sense of privation; so, in many words, beginning with this letter; occasionally in the sense of union (as a contraction of ἅμα).

English (Thayer)

ἄλφα τό, the first letter of the Greek alphabet, opening the series which the letter omega ω closes. Hence, the expression ἐγώ εἰμί τό Α (L T Tr WH ἄλφα) καί τό Ω (Ὦ L WH), Rec., which is explained by the appended words ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, B. D. American edition, p. 73). Α, when prefixed to words as an inseparable syllable, is:
1. privative (στερητικόν), like the Latin in-, the English un-, giving a negative sense to the word to which it is prefixed, as ἀβαρής; or signifying what is contrary to it, as ἄτιμος, ἀτιμόω; before vowels generally αν(, as in ἀναίτιος.
2. copulative (ἀθροιστικόν), akin to the particle ἅμα (cf. Curtius, § 598), indicating community and fellowship, as in ἀδελφός, ἀκόλουθος. Hence, it is:
3. intensive (ἐπιτατικόν), strengthening the force of terms, like the Latin con in composition; as ἀτενίζω from ἀτενής (yet cf. Winer's Grammar, 100 (95)). This use, however, is doubted or denied now by many (e. g. Lob. Path. Element. i. 34 f). Cf. Kühner, i. 741, § 339 Anm. 5; (Jelf, § 342 δ.); Alexander Buttmann (1873) Gram. § 120 Anm. 11; (Donaldson, Gram., p. 334; New Crat. §§ 185,213; Liddell and Scott, under the word).

Wiktionary EN

ᾰ̓- (a-).

  • The alpha privativum, used to make words that have a sense opposite to the word (or stem) to which the prefix is attached. It is also known as privative a and alpha privative.
  • Alternative form of ἁ- (ha-)
  • The alpha intensivum, used to strengthen the force of compounds.
  • The alpha euphonicum, used to soften pronunciation before two consonants.

Alternative forms:

  • ἀν- (an-) – before vowels
  • νη- (nē-), νᾱ- (nā-), νω- (nō-) – before a Proto-Indo-European laryngeal and consonant

Wikipedia EN

An alpha privative or, rarely, privative a (from Latin alpha prīvātīvum, from Ancient Greek α στερητικόν) is the prefix a- or an- (before vowels) that is used in Greek and in words borrowed from Greek to express negation or absence, for example the English words atypical, anesthetic, and analgesic.

It is derived from a Proto-Indo-European syllabic nasal *n̥-, the zero ablaut grade of the negation *ne, i.e. /n/ used as a vowel. For this reason, it usually appears as an- before vowels (e.g. an-alphabetism, an-esthesia, an-archy). It shares the same root with the Greek prefix nē- or ne-, in Greek νη- or νε-, that is also privative (e.g. ne-penthe).

It is not to be confused with, among other things, an alpha copulative (e.g. a-delphi) or the prepositional component an- (i.e. the preposition ana with ekthlipsis or elision of its final vowel before a following vowel; e.g. an-ode).

Wikipedia DE

Als Alpha privativum (lateinisch, „beraubendes Alpha“) bezeichnet man in der Wortbildungslehre der griechischen Sprache das Präfix ἀ- a-, welches die Abwesenheit, Umkehrung oder Wirkungslosigkeit des Bezeichneten ausdrückt oder das zugrundeliegende Wort verneint (dann als „Negationspräfix“ auch alpha negativum genannt). Im Deutschen übernehmen diese Funktion oft das Präfix „un-“ bzw. die Suffixe „-los“ oder „-leer“, auch die Worte „nicht“ oder „ohne“. Beginnt das Wort mit einem Vokal, lautet das Präfix meist ἀν- an-. Im Deutschen erscheint das Alpha privativum in Lehnwörtern wie Apathie oder anomal sowie in Neubildungen wie asozial. Funktional und lautgeschichtlich ist es identisch mit lateinisch in- (z. B. inaktiv), deutsch un- (z. B. untätig) und Sanskrit अ- a- bzw. अन्- an-, die alle auf ein gleichbedeutendes indogermanisches Präfix *n̥- zurückgeführt werden.

Greek Monolingual

(άλφα)
το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα
1. στερητικό
δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α- / - αρχ.-νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά-γνωστος, ά-κακος, ά-τιμος κ.ά., και αν- ἀν- αρχ.-νεοελλ. προ φωνήεντος, π.χ. αν-ελεήμων, αν-ελεύθερος, αν-ομβρία, άν-υδρος κ.ά.
νεοελλ.
πολλές φορές το α- στερητ. χρησιμοποιείται πλεοναστικά πριν από το στερητικό πρόθημα ξε-, για να επιτείνει τη σημασία της αρνήσεως, π.χ. α-ξεδιάντροπος, α-ξεσκέπαστος, α-ξέστρωτος κ.ά. Ως α- στερητ. θεωρήθηκε και το αρκτικό α- ρηματικών επιθέτων ύστερα από αναβιβασμό του τόνου, π.χ. αραδιάζω > αραδιαστός (= ο τοποθετημένος στη σειρά) > αράδιαστος (= ο μη τοποθετημένος στη σειρά).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το α- ή αν- στερητ. προήλθε από IE n- που εμφανίζει συνεσταλμένη βαθμίδα και αντιστοιχεί στο σανσκρ. α(n)-, π.χ. an-udr-ά- (= άνυδρος), a-jnata- (= άγνωστος), στο λατ. in-, π.χ. in-ops (= ενδεής), στο γερμ. un-, π.χ. un-klar (= ασαφής), στο αγγλ. un-, π.χ. un-able (= αδύνατος, ακατόρθωτος) κ.ά. Η πλήρης βαθμίδα του ΙΕ - εμφανίζεται στο ελλ. νέ-ποδες (= άποδες), στα στερητ. νη-, νω- (νή-νεμος < νεανεμος, νω-δός < νε-οδος), στα λατ. ne-fas (= ανόσιο), ne-scio (= αγνοώ) κ.ά. Συχνά εμφανίζεται σε αρχαίες λέξεις α- στερητ. αντί αν- προ φωνήεντος, όταν έχει προηγουμένως σιγηθεί σ ή F μεταξύ του στερητικού και του β' συνθετικού, π.χ. άισος (αλλά και άνισος) < ά-Fıσoς, αεργός (και συνηρ. αργός) < α-Fεργός, άοπλος (και άνοπλος) < α-όπλον < έπω < σέπω (= φροντίζω), άυπνος < α-hυπνος < ΙΕsup-no-s. Έτσι το α- αντί αν- επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις, π.χ. ά-οσμος, ά-ορνος, ά-οκνος]. ανα- και ανε- κυρίως νεοελληνικό, ήδη μτγν. (ανά-γνωστος = άγνωστος) και μσν. αντί απλού α- στερητ., π.χ. ανά-βαθος, ανα-βροχιά, ανά-μελος και ανέ-μελος, ανε-πρόκοπος κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι τύποι ανα-, ανε- δημιουργήθηκαν αναλογικά από λέξεις, που είχαν στερητικό αν- και αρκτικό φωνήεν θέματος α- ή ε-, π.χ. αν-άλατος, αν-εφάρμοστος, αν-άξιος, αν-άρμοστος, αν-εξήγητος κ.ά.].
αρχ.
το στερητικό ἀνα- (πρβλ. ομηρ. ἀνά-εδνος, ἀνά-Fελπος στον Ησύχιο κ.ά.).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θεωρείται ως υστερογενής σχηματισμός αντί του α-, ίσως από επίδραση της προθέσεως ανά ή ως αναδιπλασιασμός (αν-α-) του στερητ. α- (πρβλ. και πρακριτ. στερητ. ana-)].
2. αθροιστικό
αρχ.
δηλώνει συγκέντρωση, συνένωση, συμμετοχή, ισότητα και εμφανίζεται ως - ή -, π.χ. ἁθρόος, -παξ, -πας, -πλοῦς, αλλά ἀδελφός, -κόλουθος, -λοχος, -τάλαντος κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο αρχικός τύπος ήταν - και προήλθε από IE sm-, με τροπή του m σε α και του s σε δασύ πνεύμα. To IE sm αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα που εμφανίζεται στο σανσκρ. sa-, π.χ. sa-nāman (= συνώνυμος), στο λατ. sem- > sim-, π.χ. sem-el (= άπαξ), sim-plex (= απλός) κ.ά. Η πλήρης ΙΕ βαθμίδα sem- βρίσκεται στο ελλ. εἷς βλ. λ.. Ο τύπος - προήλθε αρχικά από ανομοίωση σε λέξεις που είχαν δασύ σύμφωνο (ἀδελφός, ἄλοχος) ή από ψίλωση ιωνικών τύπων (Ἀπατούρια) και με επέκταση σε πολλές άλλες λέξεις].
3. επιτατικό
αρχ.
επιτείνει την έννοια του β' συνθετικού, π.χ. -βιος (= πολύ πλούσιος), -ξυλος (= γεμάτος δέντρα), -τενής (= πολύ τεντωμένος), -χανής (= αυτός που έχει ορθάνοιχτο στόμα, που χάσκει) κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η έννοια της επιτάσεως του δημιουργήθηκε από την εξέλιξη της σημασίας του - αθροιστ. που κατέληξε να σημαίνει «τον εφοδιασμένο με κάτι» και κατ' επέκταση «αυτόν που έχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα»].
4. προθετικό ή προθεματικό
αρχ.-νεοελλ. καθαρώς φωνολογικό στοιχείο που δεν προσθέτει καμία ιδιαίτερη έννοια ή απόχρωση στη σημασία του β' συνθετικού, π.χ. νεοελλ. αβδέλλα, α-μασχάλη, α-ράθυμος, αδράχνω κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Προήλθε από συνεκφορά με προηγούμενες λέξεις που τελείωναν σε -α, όπως: μια, τα, ένα, για, να, θα κ.ά., π.χ. μια βδέλλα > μι' αβδέλλα-αβδέλλα]. αρχ. ἀ-βληχρός, ἀ-λείφω, ἀ-λίνω, ἀμέλγω κ.ά. [προθεματικό φωνήεν ἀ-, παράλληλα με τα προθεματικά φωνήεντα ἐ-, ὀ- (ἐ-ρυθρός, ὀ-ρύσσω), εμφανίζεται σπανιότερα σε λέξεις που αρχίζουν κυρίως από ρ, λ, μ, ν και F].
5. αρκτικό αντί άλλου φωνήεντος
νεοελλ.
δεν επιφέρει μεταβολή στη σημασία τών λέξεων και προέρχεται κυρίως από συνεκφορά, κατά την οποία υπερισχύει το τελικό α- τών προηγούμενων λέξεων (μια, τα, θα, να κ.ά.), π.χ. (αντί ε-) αλαφρός < ελαφρός, άντερο < έντερο, άξαφνα < έξαφνα, εξαίφνης κ.ά. (αντί ι-, η-, υ-) απόχη < μσν. ὑπόχη, ατσίδα < αρχ. αιτ. ἰκτίδα, αχός < ηχώ κ.ά. (αντί ο-, ω-) αβγό βλ. λ. < ὠόν, αφαλός < ὀμφαλός κ.ά. Πολλά από τα παραδείγματα που έχουν στη β' συλλαβή α είναι δυνατόν να θεωρηθούν και ως προϊόντα προληπτικής αφομοιώσεως, π.χ. αργαλειός < εργαλείο, αργαστήρι < εργαστήρι, απάνω < επάνω, αντάμα < φρ. ἐν τῷ ἅμα κ.ά. Το α ως κατάληξη
νεοελλ.
κατάληξη μεγεθυντική θηλυκών ουσ. αρχικά από ουδ. σε -ι, π.χ. το γυαλί - η γυάλα, το πανί - η πάνα, το σπαθί - η σπάθα, το σταμνί - η στάμνα κ.ά. και τελικά από κάθε ουδ. ουσ., π.χ. το άλογο - η αλόγα, το κόκκαλο - η κοκκάλα, το πουκάμισο - η πουκαμίσα κ.ά. Η παραγωγική κατάληξη προέκυψε από τη σημασιολογική σχέση τών τύπων: η γάστρα (αρχ. γάστρα)
το γαστρί (αρχ. γαστρίον), η δάδα (αρχ. δᾴς)
το δαδί (αρχ. δαδίον), η μάντρα - το μαντρί, η σούβλα - το σουβλί κ.ά. Τα ουδ. (δαδί, μαντρί κ.λπ.) θεωρήθηκαν ως υποκοριστικά παράγωγα των θηλυκών (δάδα, μάντρα κ.λπ.) που συγκριτικά έδιναν την εντύπωση μεγεθυντικών
έτσι σχηματίστηκαν μεγεθυντικά θηλ. σε -α από άλλα ουδ. σε -ι. -α
νεοελλ.
κατάληξη θηλυκών ουσ., συνήθως αφηρημένων, που παράγονται από ρήματα, π.χ. ανάσα (ανασαίνω), άχνα (αχνίζω), βρόμα (βρομώ), κάπνα (καπνίζω), κάψα (καψώνω), σπίθα (σπιθίζω) κ.ά. Η κατάληξη δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους αρχαίους υποχωρητικούς σχηματισμούς: δίψα από το διψώ, πείνα από το πεινώ, λύσσα από το λυσσώ κ.ά. -α
νεοελλ.
κατάληξη θηλυκών αφηρημένων ουσ. από επίθετα, π.χ. αλμυρός -αλμύρα, γλυκός - γλύκα, ζεστός - ζέστα, νεκρός - νέκρα, πικρός - πίκρα, τρελός -τρέλα κ.ά. Η κατάληξη, κατά τον Κόντο, από το θηλ. του επιθέτου (τυφλός - τυφλή - τύφλα). Κατά τον Χατζιδάκι, από ρήματα που είναι παράγωγα επιθέτων αρχικά σε -ρός κατά το αρχαίο σχήμα: εχθρός - εχθαίρω - έχθρα, ψυχρός - ψυχραίνω - ψύχρα κ.ά.

Greek Monotonic

Αα: ἄλφα, τό, άκλιτο, το πρώτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, αʹ = εἷς και πρῶτος, αλλά ͵α = 1.000.
I. Μεταβολές του ᾰ:
1. Αιολ. αντί ε, ἄλλοτα αντί ἄλλοτε· αντί ο, εἴκατι αντί εἴκοσι· αντιστρόφως, συνήθως βρίσκεται ο αντί , βλ. ο. 2. α) Δωρ., αντί ε, ἄλλοκα αντί -τε· β) στο κύριο σώμα των λέξεων, ἱαρός αντί ἱερός. 3. α) Ιων. αντί ε, μέγαθος αντί μέγεθος· αντιστρόφως, ε αντί , βλ. ε. β) το μετατρέπεται σε η στους αριθμητικούς τύπους, διπλήσιος, πολλαπλήσιος αντί διπλάσιος, πολλαπλάσιος. γ) σε ορισμένες λέξεις το αντικαθιστά το η, όπως μεσαμβρίη αντί μεσημβρία, ἀμφισ-βᾰτέω αντί ἀμφισ-βητέω. δ) αντί ο, όπως ἀρρωδέω αντί ὀρρωδέω.
II. Μεταβολές του ᾱ: 1. α) το η της Ιων. μετατρέπεται σε στην Αιολ. και Δωρ. στην αʹ κλίση, όπως πύλα, Ἀτρείδας αντί πύλη, Ἀτρείδης. Επίσης, όταν το α είναι το φωνήεν της ρίζας, όπως θνᾴσκω αντί θνῄσκω (√ΘΑΝ). Όμως το η αντί ε ή ει διατηρείται συνήθως στην Αιολ. και Δωρ., όπως στο ἠρχόμαν (ἔρχομαι), αλλά ἀρχόμαν (ἄρχομαι). β) αντιστρόφως, στη Δωρ. τα -αε και -αει στις κλιτικές καταλήξεις των ρημάτων σε -άω συναιρούνται σε η κι όχι σε -ᾱ, όπως ἐνίκη αντί -ᾱ· ὁρῇς αντί -ᾷς. Παρομοίως σε περιπτώσεις κράσης, τἠμά αντί τὰ ἐμά, κἠγών αντί καὶ ἐγών γ) στη Δωρ. τα αο και άω συναιρούνται όχι σε ω αλλά σε , βλ. Ω ω.
2. στην Ιων., το η αντί είναι χαρακτηριστικό, όπως στην αʹ κλίση: σοφίη, -ην, Ἀρισταγόρης, -ην· εάν η ονομ. τελειώνει σε , η μετατροπή συμβαίνει μόνο στη γεν. και δοτ.: ἀλήθειᾰ, -ης, -ῃ, -αν.