μελεδών

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδών Medium diacritics: μελεδών Low diacritics: μελεδών Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝ
Transliteration A: meledṓn Transliteration B: meledōn Transliteration C: meledon Beta Code: meledw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ, A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20. II in pl., = μελεδώνη 1 (q. v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).

German (Pape)

[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Autenrieth)

ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).

Greek Monolingual

μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγ-ηδών, σηπ-εδών].

Greek Monotonic

μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.

Middle Liddell

= μελεδώνη, Hes., etc.]