μεταρσιολεσχία

From LSJ
Revision as of 15:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολεσχία Medium diacritics: μεταρσιολεσχία Low diacritics: μεταρσιολεσχία Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΙΑ
Transliteration A: metarsioleschía Transliteration B: metarsioleschia Transliteration C: metarsioleschia Beta Code: metarsiolesxi/a

English (LSJ)

ἡ, A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Greek Monotonic

μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολεσχία:
1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.

Middle Liddell

μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]