μισγάγκεια

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισγάγκεια Medium diacritics: μισγάγκεια Low diacritics: μισγάγκεια Capitals: ΜΙΣΓΑΓΚΕΙΑ
Transliteration A: misgánkeia Transliteration B: misgankeia Transliteration C: misgagkeia Beta Code: misga/gkeia

English (LSJ)

ἡ, (μίσγω, ἄγκος) A meeting of glens, meeting of the waters, ὡς δ' ὅτε… ποταμοὶ… ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον… ὕδωρ Il.4.453: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46; ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

μισγάγκεια: ἡ, (μίσγω, ἄγκος) τόπος ἔνθα δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν πανταχόθεν εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, συνάγκεια· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 vallon où se réunissent les eaux de plusieurs torrents;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: μίσγω, ἄγκος.

English (Autenrieth)

(ἄγκος): meeting of mountain glens, basin, Il. 4.453†.

Greek Monolingual

η (Α μισγάγκεια)
η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου της οποίας γίνεται η ροή του νερού
αρχ.
1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα νερά
2. μτφ. συνάντηση, συνένωση (α. «ῥεῑν εἰς τὴν τῆς Ὁμηρου καὶ μάλα ποιητικῆς μισγαγκείας ὑποδοχήν», Πλάτ.
β. «μισγάγκεια κακῶν», Δαμάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισγαγκής < θ. μισγ- (πρβλ. μίσγω/μίγνυμι) + -αγκης (< ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευ-άγκεια].

Greek Monotonic

μισγάγκεια: ἡ (μίσγω, ἄγκος), τόπος όπου οι χαράδρες των βουνών συναντιούνται, και πέφτουν μέσα του τα νερά από τα ρεύματα των ποταμών, σε Ομήρ., Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μισγάγκεια: ἡ долина между горами, ущелье (ποταμοὶ ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὕδωρ Hom.).

Middle Liddell

μισγ-άγκεια, ἡ, μίσγω, ἄγκος
a place where mountain glens and their streams meet, a meeting of glens, Il.

Frisk Etymology German

μισγάγκεια: {misgágkeia}
See also: s. μείγνυμι und ἄγκος (ἀγκ-).
Page 2,243