νυμφαγωγός

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾰγωγός Medium diacritics: νυμφαγωγός Low diacritics: νυμφαγωγός Capitals: ΝΥΜΦΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: nymphagōgós Transliteration B: nymphagōgos Transliteration C: nymfagogos Beta Code: numfagwgo/s

English (LSJ)

όν, A leader of the bride, E.IA610 ; esp. one who leads her from her home to the bridegroom's house, Luc.DDeor.20.16 ; esp. in case of a second marriage, Poll.3.41, Eust.652.45 : metaph., of the Argo, as bearing Medea, ν. τρόπιν Lyc.1025. 2 generally, friend, LXXGe.21.22,Jd.14.20. II one who negotiates a marriage for another, Plu.2.329f. Cf. νυμφευτής.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610· ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μάλιστα ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, Πολυδ. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον ὑπὲρ ἑτέρου, «προξενητής», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. νυμφευτής.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit la fiancée à son époux.
Étymologie: νύμφη, ἄγω.

Greek Monolingual

νυμφαγωγός, -όν (ΑΜ)
αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα του γαμπρού
αρχ.
1. αυτός που φέρνει τη νύφη
2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής
3. παράνυμφος, κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + ἀγωγός.

Greek Monotonic

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη νύφη από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφᾰγωγός: ὁ и ἡ
1) провожающий невесту Eur., преимущ. в дом жениха Luc.;
2) устроитель брака, сват Plut.

Middle Liddell

νυμφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
leader of the bride, Eur.