ξενοδαίτης

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδαίτης Medium diacritics: ξενοδαίτης Low diacritics: ξενοδαίτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: xenodaítēs Transliteration B: xenodaitēs Transliteration C: ksenodaitis Beta Code: cenodai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς) A one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.

Greek Monolingual

ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο-δαίτης, λαγο-δαίτης].

Greek Monotonic

ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαίτης: ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. θήρ Eur. = Κύκλωψ.

Middle Liddell

ξενο-δαίτης, ου, δαίς
one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.