παλτός

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλτός Medium diacritics: παλτός Low diacritics: παλτός Capitals: ΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: paltós Transliteration B: paltos Transliteration C: paltos Beta Code: palto/s

English (LSJ)

ή, όν, A brandished, hurled, πῦρ S.Ant.131 (lyr.). II as Subst. παλτόν, τό, missile, dart, A.Fr.16; of a light spear used by the Persian cavalry, X.Cyr.4.3.9, 6.2.16, cf. Arr.Fr.158 J.; projectile discharged from a catapult, Id.Tact.43.1.

German (Pape)

[Seite 453] geschwungen, πῦρ, der Blitz, Soph. Ant. 131.

Greek (Liddell-Scott)

παλτός: -ή, -όν, ὁ παλλόμενος, παλτὸν πῦρ, τὸ κεραύνιον, Σοφ. Ἀντ. 131. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. παλτόν, τό, πᾶν ὅ,τι πάλλεται πρὸς ἐξακόντισιν, μάλιστα ἀκόντιον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· ὅπερ ὁ Ξεν. περιγράφει ὡς ἐλαφρὸν δόρυ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἱππεῦσι τῶν Περσῶν εἴτε ὡς δόρυ εἴτε ὡς ἀκόντιον, Κύρ. 4. 3, 9., 6. 2, 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lancé : παλτὸν πῦρ l’éclair ou la foudre.
Étymologie: adj. verb. de πάλλω.

Greek Monolingual

παλτός, -ή, -όν (Α) πάλλω
1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν
α) βέλος
β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη
γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες ιππείς.

Greek Monotonic

παλτός: -ή, -όν (πάλλω
I. παλλόμενος, εκσφενδονισμένος, σε Σοφ.
II. ως ουσ., παλτόν, τό, ελαφρύ δόρυ του ιππικού των Περσών, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλτός -ή -όν [πάλλω] geslingerd.

Russian (Dvoretsky)

παλτός: [adj. verb. к πάλλω стремительно пущенный: παλτὸν πῦρ Soph. молния.

Middle Liddell

παλτός, ή, όν πάλλω
I. brandished, hurled, Soph.
II. as Subst., παλτόν, οῦ, a light spear used by the Persian cavalry, like the Moorish jereed, Xen.