παράδυσις

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράδῠσις Medium diacritics: παράδυσις Low diacritics: παράδυσις Capitals: ΠΑΡΑΔΥΣΙΣ
Transliteration A: parádysis Transliteration B: paradysis Transliteration C: paradysis Beta Code: para/dusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A creeping in beside, encroachment, π. κατὰ μικρόν Id.17.27; παραδύσεις διδόναι τισί Plu.2.727a; αἱ τῶν Ἰουδαίων π. J.BJ 3.7.9; βέλους π. ib. 4.7.4.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, das Hinzuschleichen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράδῠσις: ἡ, ἡ παρείσδυσις, τὸ παρεισέρχεσθαι, π. κατὰ μικρὸν Δημ. 219. 7· - παραδύσεις διδόναι τισὶ Πλούτ. 2. 727Α· αἱ τῶν Ἰουδαίων π. Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de pénétrer en se glissant.
Étymologie: παραδύομαι.

Greek Monolingual

ἡ, Α παραδύομαι
το να τρυπώσει κανείς κρυφά κάπου.

Greek Monotonic

παράδῠσις: ἡ, ύπουλο πέρασμα από δίπλα, «τρύπωμα», διείσδυση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παράδῠσις: εως ἡ прокрадывание, проползание, проникание: παραδύσεις διδόναι τινί Plut. открывать кому-л. доступ.

Middle Liddell

παράδῠσις, εως, [from παραδύομαι
a creeping in beside, encroachment, Dem.