περιαγωγεύς

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰγωγεύς Medium diacritics: περιαγωγεύς Low diacritics: περιαγωγεύς Capitals: ΠΕΡΙΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: periagōgeús Transliteration B: periagōgeus Transliteration C: periagogeys Beta Code: periagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A windlass, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].

Greek Monotonic

περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.

Middle Liddell

περιᾰγωγεύς, έως, ὁ, [from περιάγω
a windlass, capstan, Luc.