πλησίασμα
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ατος, τό, A impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.
German (Pape)
[Seite 635] τό, = Folgdm, v. l. Arist. H. A. 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.