πολύθροος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, contr. πολύ-θρους, ουν, A clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.
German (Pape)
[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).
Greek (Liddell-Scott)
πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.
Greek Monotonic
πολύθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, θορυβώδης, πολύβουος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύθροος: стяж. πολύθρους 2 многошумный (μάται Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw.