πρόκλυτος

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκλῠτος Medium diacritics: πρόκλυτος Low diacritics: πρόκλυτος Capitals: ΠΡΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: próklytos Transliteration B: proklytos Transliteration C: proklytos Beta Code: pro/klutos

English (LSJ)

ον, (κλύω) A heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.

German (Pape)

[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.

English (Autenrieth)

(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.

Greek Monolingual

-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].

Greek Monotonic

πρόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πρόκλῠτος: слышанный прежде, старинный (ἔπεα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκλυτος -ον [πρό, κλύω] al eerder gehoord, oeroud.

Middle Liddell

πρό-κλῠτος, ον, κλύω
heard formerly, of olden time, Il.