σιδηροκμής

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκμής Medium diacritics: σιδηροκμής Low diacritics: σιδηροκμής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΜΗΣ
Transliteration A: sidērokmḗs Transliteration B: sidērokmēs Transliteration C: sidirokmis Beta Code: sidhrokmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) A slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.

German (Pape)

[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
tué par le fer.
Étymologie: σίδηρος, κάμνω.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι-κμής].

Greek Monotonic

σῐδηροκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω), δολοφονημένος, σφαγμένος από σίδερο, δηλ. από σπαθί, χρησιμ. με τη συνοδεία της δοτ. ουδ. βοτοῖς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροκμής: ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροκμής -ῆτος [σίδηρος, κάμνω] door ijzer gedood. Soph. Ai. 325.

Middle Liddell

σῐδηρο-κμής, ῆτος, ὁ, ἡ, κάμνω
slain by iron, i. e. by the sword, used with the neut. dat. βοτοῖς, Soph.

English (Woodhouse)

slain by the sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)