σταφυλάγρα

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλάγρα Medium diacritics: σταφυλάγρα Low diacritics: σταφυλάγρα Capitals: ΣΤΑΦΥΛΑΓΡΑ
Transliteration A: staphylágra Transliteration B: staphylagra Transliteration C: stafylagra Beta Code: stafula/gra

English (LSJ)

ἡ, A forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ-άγρα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen).