στιβέω

From LSJ
Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβέω Medium diacritics: στιβέω Low diacritics: στιβέω Capitals: ΣΤΙΒΕΩ
Transliteration A: stibéō Transliteration B: stibeō Transliteration C: stiveo Beta Code: stibe/w

English (LSJ)

A tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.

German (Pape)

[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.

Greek Monotonic

στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιβέω [στίβος] betreden.

Russian (Dvoretsky)

στῐβέω: обследовать, разведывать: πᾶν ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.

Middle Liddell

στῐβέω, στίβος
to tread, traverse: Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, Soph.