συμπαρανεύω
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
A express assent also, Arist.Rh.1407a37; τοῖς λεγομένοις Aristid.Or.51(27).33.
German (Pape)
[Seite 984] mit od. zugleich zunicken, Beifall geben, Arist. rhet. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανεύω: δηλῶ ὡσαύτως συναίνεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
donner son assentiment ensemble.
Étymologie: σύν, παρανεύω.
Greek Monolingual
Α
συναινώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανεύω «νεύω, κλίνω»].
Greek Monotonic
συμπαρανεύω: μέλ. -σω, εκφράζω επίσης συναίνεση, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαρανεύω [σύν, παρά, νεύω] meeknikken (om instemming te betuigen).
Russian (Dvoretsky)
συμπαρανεύω: давать согласие, соглашаться Arst.