σύγκρουσις

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρουσις Medium diacritics: σύγκρουσις Low diacritics: σύγκρουσις Capitals: ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnkrousis Transliteration B: synkrousis Transliteration C: sygkrousis Beta Code: su/gkrousis

English (LSJ)

εως, ἡ, A collision, ἀνέμων Thphr. Vent.53; ὅπλων Onos.26.1; [ἀτόμων], νεφῶν, Epicur.Ep.1p.8U., 2p.45U., cf. Diog.Oen.33; of ships, D.C.49.1; hiatus or concurrence, φωνηέντων Chrysipp.Stoic.2.96, Demetr.Eloc.68, D.H.Comp.22 (pl.), Hermog.Id.1.3, al. 2 metaph., collision, conflict, Plu.Num. 17; πρός τινα Arg.iii Ar.Nu. II in Music, rapid alternation of two notes, trill, Ptol.Harm.2.12. III Rhet., collision of contradictory statements, Aps.p.270H.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, das Zusammentreffen zweier Heere, Treffen, Schlacht, Thuc. 7, 36; – Verfeindung, Feindschaft, καὶ φιλονεικίας, Plut. Num. 17. – In der Musik das wiederholte Anschlagen zweier Saiten schnell hinter einander, das Trillerschlagen, Ptol. harmon. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρουσις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀνέμων Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 54· νεφῶν Διογ. Λ. 2. 9· νεῶν Δίων Κ. 49. 1· τῶν φωνηέντων ἡ σύγκρουσις Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3, Πλούτ. 2. 1047Β. 2) μεταφορ., σύγκρουσις, ἔρις, μάχη, ἀγών, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 17· πρός τινα Ὑπόθεσις 3 (ἐν τέλει) εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ ταχεῖα ἐναλλαγὴ καὶ ἐπανάληψις δύο μουσικῶν φθόγγων, trillio, Πτολ. Ἁρμον. 2, 12. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἡ σύγκρουσις ἀντιφατικῶν προτάσεων, Ρήτορες (Walz) 9. 509.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. συγκρουσμός.
Étymologie: συγκρούω.

Spanish

ruido

Greek Monotonic

σύγκρουσις: ἡ, σύγκρουση, πρόσκρουση· διαμάχη, σύρραξη, συμπλοκή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκρουσις -εως, ἡ [συγκρούω] botsing, conflict (tussen sociale groepen).

Russian (Dvoretsky)

σύγκρουσις: εως ἡ
1) столкновение (τῶν ὑδάτων Arst.; νεφῶν Diog. L.);
2) стычка, конфликт (συγκρούσεις καὶ φιλονεικίαι Plut.).

Middle Liddell

σύγκρουσις, εως,
collision: a conflict, Plut. [from συγκρούω