τροφεῖα
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
τά, A pay for rearing and bringing up, wages of a nurse, θανὼν τ. πληρώσει χθονί A.Th.477; [[[πορσῦναι]]] E.El.626; ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, Id.Ion 852, Pl.R.520b; prov., κριὸς τὰ τ. (sc. ἀπέτεισεν) Men.905; ἀνταποδοῦναι Lys.6.49, cf. IG5(2).345.7 (Orchom. Arc., ii/i B. C.), POxy.37.10 (i A. D.); πράξασθαι D.S.9.13. II βίου τ. one's living, food, S.OC341; τ. ματρός mother's milk, E.Ion 1493 (lyr.). III fodder, BGU912.19 (i A. D.), PAmh.2.143.5 (iv A. D.). IV maintenance, board, paid in money or kind, PEleph. 3.2, al. (iii B. C.), PMich.Teb.121v vii 7, al. (i A. D.), PRyl.153.4 (ii A. D.); paid to a wet-nurse, BGU1106.38,47 (i B. C.), PGrenf.2.75.5 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τροφεῖα: τά, (τροφεύω) ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὴν τροφὸν ἢ τὸν τροφέα, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 477· πορσύνειν Εὐρ. Ἠλ. 626· ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, ἀποτίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 582, Πλάτ. Πολ. 520Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 333· ἀνταποδοῦναι Λυσί. 107. 32· πράξασθαι Διοδ. Ἐκλογ. 552. 94. ΙΙ. βίου τροφεῖα, ὡς τὸ τροφή, Σοφ. Ο. Κ. 341· τροφεῖα ματρός, μητρικὸν γάλα, Εὐρ. Ἴων 1493.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 frais de nourriture ou d’éducation;
2 ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.
Étymologie: τρέφω.
Greek Monotonic
τροφεῖα: τά (τροφεύω)·
I. αμοιβή που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. βίου τροφεῖα, τρόπος ζωής κάποιου, τροφή, σε Σοφ.· τροφεῖα ματρός, το μητρικό γάλα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφεῖα -ων, τά [τροφεύς] voedsterloon, loon voor verzorging van kinderen:. θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί bij zijn dood zal hij zijn voedsterloon volledig betalen aan de aarde Aeschl. Sept. 477; ποῖα τροφεῖα ἀνταποδούς wat voor voedsterloon in ruil gegeven hebbend Lys. 6.49. voeding, levensonderhoud:. τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσι zij (de vrouwen) zorgen voor het levensonderhoud buitenshuis Soph. OC 341.
Russian (Dvoretsky)
τροφεῖα: τά
1) плата за воспитание Aesch., Eur., Lys., Plat. etc.;
2) питание, средства: βίου τ. Soph. средства к жизни; τ. ματρός Eur. материнское молоко.
Middle Liddell
τροφεῖα, ων, τά, τροφεύω
I. pay for bringing up, the wages of a nurse or rearer, Aesch., etc.
II. βίου τροφεῖα one's living, food, Soph.; τροφεῖα ματρός mother's milk, Eur.
English (Woodhouse)
debt due for one's rearing, the debt due to parents for one's rearing