φοράδην

From LSJ
Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοράδην Medium diacritics: φοράδην Low diacritics: φοράδην Capitals: ΦΟΡΑΔΗΝ
Transliteration A: phorádēn Transliteration B: phoradēn Transliteration C: foradin Beta Code: fora/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv. A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24. 2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.

Greek (Liddell-Scott)

φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.

Greek Monolingual

ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α
επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά
αρχ.
με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Greek Monotonic

φοράδην: [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,
1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ.
2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοράδην: adv.
1) неся (ἐν χεροῖν τινα Eur.);
2) на носилках (δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;
3) стремительно (διαπέτεσθαι Soph.).

Middle Liddell

[φέρομαι]
1. adv. borne along, borne or carried in a litter, or the like, as a sick person, Eur. Dem.
2. with rushing motion, violently, Soph.