χρησμολόγος

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμολόγος Medium diacritics: χρησμολόγος Low diacritics: χρησμολόγος Capitals: ΧΡΗΣΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: chrēsmológos Transliteration B: chrēsmologos Transliteration C: chrismologos Beta Code: xrhsmo/logos

English (LSJ)

(parox.), ον, A uttering oracles, χ. ἀνήρ soothsayer, diviner, Hdt.1.62, 8.96; of Musaeus, S.Fr.1116. II expounder of oracles, Hdt.7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, collector of oracles, oracle-monger, cf. Ar.Av.960, Pax1047, Th.2.8,21.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel sprechend, weissagend, prophezeihend; ἀνήρ Her. 1, 62; Soph. bei Schol. Ar. Ran. 1065; Ar. Pax 1012 u. öfter; Thuc. 2, 8. 21; Xen. Hell. 3, 3,3; auch = das Orakel deutend, auslegend, Her. 7, 142. 143; auch Orakelsammler, 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμολόγος: -ον, ὁ ἀπαγγέλλων χρησμούς, ὁ χρησμοδοτῶν, μάντις, χ. ἀνήρ, μάντις, προφήτης, Ἡρόδοτ. 1. 62., 8. 96· ἐπὶ τοῦ Μουσαίου, Σοφ. Ἀποσπ. 960. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τοὺς χρησμούς, Ἡρόδ. 7. 142, 143· καὶ ἐν 7. 6, πιθανῶς ὁ συλλέγων χρησμούς, ποιῶν συλλογὴν αὐτῶν πρὸς χρηματισμόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 960. Εἰρ. 1047, Θουκ. 2. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui prononce ou rend des oracles;
2 qui interprète ou explique les oracles.
Étymologie: χρησμός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο / χρησμολόγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης
2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος
άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει
2. πρόσωπο που αρέσκεται στην χρησιμοποίηση ακατανόητων λόγων
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή χρησμών για να κερδίσει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λόγος].

Greek Monotonic

χρησμολόγος: -ον (λέγω
I. αυτός που προφέρει χρησμούς, μάντης, χρησμολόγος ἀνήρ, προφήτης, μάντης, σε Ηρόδ.
II. ερμηνευτής χρησμών, έμπορος χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμολόγος: χρησμός + λέγω III] пророческий, вещий (ἀνήρ Her.; Μουσαῖος Soph.; μάρτυρες περὶ τῶν ἐσομένων Arst.).
IIλέγω III] прорицатель Her. etc.
IIIλέγω II] собиратель старых прорицаний (Ὀνομάκριτος, ἀνὴρ χ. καὶ διαθέτης χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.).

Middle Liddell

χρησμο-λόγος, ον, λέγω
I. uttering oracles, divining, χ. ἀνήρ a soothsayer, diviner, Hdt.
II. an expounder of oracles, an oracle-monger, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

one who speaks by oracles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)