ψήκτρα
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ἡ, (ψήχω) A curry-comb for horses, S.Fr.475, E.Hipp. 1174, Ar.Fr.62, AP6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), PSI 4.430.5 (iii B.C.), etc. In Hsch. also ψακτήρ and (as glosses on ξύστρα). Also strigil.
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, ein Werkzeug, damit abzustreichen, abzureiben oder abzukratzen, bes. eine Pferdestriegel, Soph. frg. 422; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας Eur. Hipp. 1174; σιδηρόδετος Qu. Maec. 6 (VI, 233); δονακῆτις Phani. 6 (VI, 307); ἐρυοίθριξ Philodem. 27 (VI, 246).
Greek (Liddell-Scott)
ψήκτρα: ἡ, (ψήχω) ἐργαλεῖόν τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐν τοῖς λουτρῶσι λουομένοις, εἶδος ξύστρου, ὡς τὸ στλεγγίς, Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ἱππ. 1174, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 138, Ἀνθ. Π. 233, 246, κλπ. Παρ’ Ἡσύχ. καὶ ψήκτρια, ψηκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
étrille pour les chevaux.
Étymologie: ψήχω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, -ίδος, Α
εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως του τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί
νεοελλ.
1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα
2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα, κατά κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα επαφή την ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήχω + επίθημα -τρα / -τρια / -τρίς (πρβλ. ψύκ-τρα, δέκ-τρια, ὀρυκ-τρίς)].
Greek Monotonic
ψήκτρα: ἡ (ψύχω), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, ξύστρα, όπως το στλεγγίς, σε Ευρ., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] roskam, kam.
Russian (Dvoretsky)
ψήκτρα: ἡ скребок, скребница Soph., Eur., Arph., Anth.
Middle Liddell
ψήκτρα, ἡ, ψήχω
an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.