ἀλεκτρυών
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
[ᾰ], όνος, ὁ, A cock, Thgn.864, etc., cf. Arist.HA536a28, etc.; ἤδη ἀ. ᾀδόντων at cock-crow, Pl.Smp.223c. 2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23. II ἡ, hen, Ar.Nu.663, Fr.185, Pl.Com.19.20, Theopomp. Com.9, etc.
German (Pape)
[Seite 92] όνος, ὁ, Hahn, zuerst bei Theogn. 1096, vgl. Aristonic. Schol. Il. 17, 602; Plat. u. A.; auch ἡ, Henne, Ar. Nub. 662; comic. bei Athen. IX, 373 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυών: [ᾰ], όνος, ὁ, ἀλέκτωρ, gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. ἀλέκτωρ, ἀλεκτορίς.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ, ἡ)
coq, poule, oiseau.
Étymologie: ἀλέκτωρ.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυών (-όνος), ο, η (Α)
1. (το αρσ.) πετεινός, κόκορας
2. το θηλ. όρνιθα, κότα
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. της λ. ἀλέκτωρ που σχηματίστηκε αναλογικά προς λ. όπως ἀλκυών , Γηρυών κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτρύαινα, ἀλεκτρυόνειος, ἀλεκτρυόνιο, ἀλεκτρυώδης
μσν.
ἀλεκτρυονίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλεκτρυονοπώλης, ἀλεκτρυονοπωλητήριον. ἀλεκτρυονοτρόφος, ἀλεκτρυοφώνιον
(μσν. νεοελλ.) ἀλεκτρυομαντεία].
Greek Monotonic
ἀλεκτρυών: [ᾰ], -όνος, ὁ,
I. κόκκορας, σε Θέογν. κ.λπ.
II. = ἡ ἀλεκτρύαινα, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτρυών: όνος (ᾰ)
1) ὁ петух Arst., Luc.: τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλειν ἀλεκτρυόνα Plat. задолжать петуха Асклепию, т. е. выздороветь (в благодарность за выздоровление Асклепию приносился в жертву петух);
2) ἡ курица Arph.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: m. f.
Meaning: cock (Thgn.).
Dialectal forms: Myc. arekuturuwo \/Alektruon\/ PN.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: The word seems built on ἀλέκτωρ, -ορος m. cock (Pi.) with the suffix -υων, as in ἀλκυών?; a little surprising as the suffix is rare. ἀλέκτωρ is the agent noun of ἀλέξω ward off (q. v.).
Middle Liddell
[from ἀλέκτωρ
I. masc., a cock, Theogn., etc.
II. fem. = ἀλεκτρύαινα, a hen, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεκτρυών -όνος, ὁ, ἡ ἀλέκτωρ
1. m. haan ;. ἀλεκτρυών νομαδικός ‘Numidische haan’ (= parelhoen) = N ομάς ἀ.
2. f. kip, hen.
Frisk Etymology German
ἀλεκτρυών: ἀλέκτωρ -όνος
{alektruṓn}
Grammar: m. f.
Meaning: Hahn, Huhn (ion. att.).
Derivative: Mehrere Ableitungen, alle spärlich belegt. Demin. ἀλεκτρυόνιον (Ephipp. Kom.); ἀλεκτρυόνειος (Hp.), ἀλεκτρυονώδης (Eunap.); ἀλεκτρύαινα f. Huhn (von Ar. Nu. 666 gebildet), ἀλεκτρυονίς f. Huhn (Schol. ibid.).
Etymology : Das appellativisch gebrauchte ἀλεκτρυών ist aus dem gleichlautenden epischen Eigennamen entstanden. Bildung wie ἁλκυών, Γηρυών (Schwyzer 487); Grundwort ἀλέκτωρ, -ορος m. Hahn (ion. poet., sp. Prosa) mit der Femininbildung ἀλεκτορίς Huhn (ion. dor.) wie ἀηδονίς zu ἀηδών (Lejeune Rev. de phil. 76, 12). Weitere Ableitungen: Demin. ἀλεκτορίσκος (Babr. u. a.); ἀλεκτόρειος (Aët.), ἀλεκτοριδεύς Küchlein (Ael., vgl. Chantraine Formation 364), ἀλεκτόριον n. Hühnerhof (IGRom.). ἀλέκτωρ, eigentlich Nomen agentis von ἀλέξω abwehren (s. d.), ist aus dem epischen Eigennamen Ἀλέκτωρ hervorgegangen, wohl ursprünglich als scherzhafte Bezeichnung dieses kampflustigen Tieres. Fick Curt. Stud. 9, 169; weitere Lit. bei Bq 1091f. und Pok. 32, bes. Fraenkel Nom. ag. 1, 154ff.; 2, 28 A. 1. — Anders Schlerath KZ 71, 28f.
Page 1,68