ἀμφιτρέμω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
A tremble round one, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il. 21.507.
German (Pape)
[Seite 145] ringsum zittern; Hom. Iliad. 21, 507 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε besser als simpl. betrachtet, ἀμφί advb.; es kommt hier nur auf das Zittern an, nicht auf das Umzittern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρέμω: τρέμω περί τινα, περιτρέμω, ἐν τμήσει ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Ἰλ. Φ. 507.
French (Bailly abrégé)
trembler autour LSJ.
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.
Spanish (DGE)
temblar en torno ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il.21.507.
Greek Monolingual
ἀμφιτρέμω (Α)
τρέμω γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέμω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρέμω: τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρέμω: (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi.