ἀνεξικακία

From LSJ
Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκία Medium diacritics: ἀνεξικακία Low diacritics: ανεξικακία Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ
Transliteration A: anexikakía Transliteration B: anexikakia Transliteration C: aneksikakia Beta Code: a)necikaki/a

English (LSJ)

ἡ, A forbearance, Plu.2.90e, Luc.Par.53, Hld.10.12; ἀ. πόνων patient endurance under . ., Hdn.3.8.8, cf. Eun.Hist.p.258D.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, Langmuth im Ertragen von Beleidigungen, Plut. de cap. util. ex hist. p. 280; Coriol. 15; Luc. Paras. 53; πόνων, Ausdauer, Hdn. 3, 8, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξῐκᾰκία: ἡ, μακροθυμία, Πλουτ. 2. 90E. κτλ.· ἀν. πόνων, ὑπομονή, καρτερία ἐν τοῖς κόποις, Ἡροδ. 3. 8: - πρβλ. Λεξ. ἀθησαυρ. λέξ. Κουμανούδη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résignation.
Étymologie: ἀνεξίκακος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 resignación ἵνα ... δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ LXX Sap.2.19, cf. Plu.2.90e, Epict.Ench.10, Luc.Par.53, Hld.10.12.2, Eun.Hist.p.258
paciencia de Dios, Clem.Al.Paed.1.9.79
como virtud cristiana, Clem.Al.Paed.3.12.91
c. gen. acción de soportar πόνων Hdn.3.8.8.
2 como tratamiento Vuestra Resignación μέμνηται ἡ ὑμετέρα ἀ. Const. en Thdt.HE 1.20.5.

Greek Monolingual

η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξικᾰκία: ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.