ἡμίφλεκτος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος, ομό-φλεκτος].
Greek Monotonic
ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφλεκτος: наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.