ὁδόω

From LSJ
Revision as of 12:56, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδόω Medium diacritics: ὁδόω Low diacritics: οδόω Capitals: ΟΔΟΩ
Transliteration A: hodóō Transliteration B: hodoō Transliteration C: odoo Beta Code: o(do/w

English (LSJ)

A lead by the right way, οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα A.Pr.813 ; δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς ib.498 : c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Id.Ag.176 (lyr.); of things, direct, ordain, E.Ion1050 (lyr.):—Pass., to be on the right way, τὰ ἀπ' ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Hdt.4.139.

German (Pape)

[Seite 294] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδόω: (ὁδός)· ― ὁδηγῶ διὰ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, οὗτός σ’ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 813· δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητοὺς αὐτόθι 498· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Πέρσ. 658· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, ὅστις ἔθηκε τοὺς θνητοὺς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς φρονήσεως, τῆς σοφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 176· ἐπὶ πραγμάτων, διατάττω, διευθύνω, Εὐρ. Ἴων 1050. ― Παθ., εἶμαι ἐπὶ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, τὰ ἀφ’ ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Ἡρόδ. 4. 139· ἀκριβῶς ὡς τὸ εὐοδοῦσθαι ἐν 6. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre dans le bon chemin ; guider τινα ἔς τι, qqn dans un art ; φρονεῖν βρότους ESCHL apprendre aux mortels à réfléchir;
Moy. ὁδόομαι-οῦμαι se mettre en route.
Étymologie: ὁδός.

Greek Monotonic

ὁδόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὤδωσα (ὁδός), οδηγώ μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, διευθύνω, διατάζω, σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁδόω:
1) направлять (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);
2) наставлять, учить (τινα φρονεῖν Aesch.): ἀπό τινος χρηστῶς ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы.

Middle Liddell

ὁδόω, ὁδός
to lead by the right way, Aesch.; c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Aesch.: of things, to direct, ordain, Eur.:—Pass. to be on the right way, be conducted, Hdt.