ὁδοιπόρος

From LSJ
Revision as of 16:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόρος Medium diacritics: ὁδοιπόρος Low diacritics: οδοιπόρος Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: hodoipóros Transliteration B: hodoiporos Transliteration C: odoiporos Beta Code: o(doipo/ros

English (LSJ)

ὁ, A wayfarer, traveller, Il.24.375, A.Ag.901, S.OT 292, Ar.Ach.205, Stratt.61, IG42(1).121.83 (Epid., iv B. C.). (From ὁδός, πείρω, cf. πεῖρε κέλευθον Od.2.434.)

German (Pape)

[Seite 293] einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόρος: ὁ, «ταξιδιώτης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 201, Σοφ. Ο. Τ. 292, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· - ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ω. 375, συνοδοιπόρος ἢ ὁδηγός. - Ἡ δευτέρα συλλαβὴ ἐμηκύνθη ὡς ἐν τοῖς ὁδοιπλανέω, ὀλοοίτροχος ἢ ὀλοίτροχος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voyageur, particul. à pied;
2 guide.
Étymologie: ὁδός, πορεύομαι.

English (Slater)

ὁδοιπόρος ?
   1 traveller μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych.) ?fr. 340.

Greek Monolingual

ο (Α ὁδοιπόρος)
1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία
2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει
λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται
αρχ.
συνταξιδιώτης («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. νυκτι-πόρος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

ὁδοιπόρος: ὁ, περιπλανώμενος, διαβάτης, ταξιδιώτης, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· στην Ομήρ. Ιλ., συνοδοιπόρος στο ταξίδι ή οδηγός.

Russian (Dvoretsky)

ὁδοιπόρος:
1) путешественник, тж. путник, странник Aesch., Soph., Arph., Plut.;
2) спутник или проводник Hom.

Middle Liddell

ὁδοι-πόρος, ὁ,
a wayfarer, traveller, Aesch., Soph., Ar.;—in Il., a fellow-traveller, or guide.

English (Woodhouse)

traveller

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)