κάλυξις

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλυξις Medium diacritics: κάλυξις Low diacritics: κάλυξις Capitals: ΚΑΛΥΞΙΣ
Transliteration A: kályxis Transliteration B: kalyxis Transliteration C: kalyksis Beta Code: ka/lucis

English (LSJ)

εως, ἡ, = κάλυξ (covering, seed-vessel, husk, shell, pod, cup, calyx of a flower, rosebud, ) I. 1, Hsch. ; also, = κάλυξ) II, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάλυξις: -εως, ἡ, «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].