φειδωλή

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλή Medium diacritics: φειδωλή Low diacritics: φειδωλή Capitals: ΦΕΙΔΩΛΗ
Transliteration A: pheidōlḗ Transliteration B: pheidōlē Transliteration C: feidoli Beta Code: feidwlh/

English (LSJ)

ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.

English (Autenrieth)

sparing, grudging use, Il. 22.244†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῡ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχ-ωλή, τερπ-ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.

Greek Monotonic

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.

Russian (Dvoretsky)

φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.

Middle Liddell

φειδωλή, ἡ, = φειδώ, Il., Solon.]