ἧσσα

From LSJ
Revision as of 17:00, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧσσα Medium diacritics: ἧσσα Low diacritics: ήσσα Capitals: ΗΣΣΑ
Transliteration A: hē̂ssa Transliteration B: hēssa Transliteration C: issa Beta Code: h(=ssa

English (LSJ)

Att. ἧττα, ης, ἡ, A defeat, discomfiture, Th.5.12,7.72, Pl.Lg. 638b; πολέμου in war, Id.La.196a; ἧττα . . πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.3.111, cf. Plu.2.840c; μὴ δι' ἧτταν, ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν Arist.EN1150a24; ἧτταν προσίεσθαι to let oneself be conquered, X.Cyr.3.3.45: c. gen. rei, yielding or giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, Pl.Lg.869e (pl.); ἡ ἐν τοῖς τοιούτοις ἧ. καλή D.Ep.3.45; ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧ. Plu.Brut.6.

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, Thuc. 7, 72, att. ἧττα (vgl. ἥττων), Niederlage; Ggstz von νίκη, Plat. Legg. I, 638 b Lach. 196 a; ἧτταν προσίεται, läßt sich besiegen, Xen. Cyr. 3, 3, 45; Folgde; αἰσχρὰν ἧτταν ἡττᾶσθαι Plut. Fab. 13. Uebh. das den Kürzern Ziehen, Unterliegen, τοῦ πώματος, ἡδονῶν, den Lüsten, Plat. Legg. I, 648 e IX, 869 e u. Sp.; auch im Proceß, vgl. ἧτταν αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aesch. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ἧσσα: ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. ἧττα, ης, ἡ, ἀντίθ. τῷ νίκη, Θουκ. 5. 13., 7. 72, Πλάτ. Νόμ. 638Β· πολέμου, ἐν πολέμῳ, ὁ αὐτ. Λάχ. 196Α· ἧττα... πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Αἰσχίν. 69. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 840D· ἧτταν προσίεμαι, ἀφίνω, δέχομαι νὰ νικηθῶ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ― μετὰ γεν. πράγμ., ὑποχώρησις εἴς τι, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Νόμ. 869Ε· ἡ ἐν τοιούτοις ἧττα Δημ. 1486. 3· ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧττα Πλούτ. ἐν Βρούτ. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
infériorité :
1 échec, défaite à la guerre ; perte d’un procès;
2 action de se laisser dominer par : ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν PLAT par les plaisirs, par les désirs;
3 action de se laisser aller au découragement.
Étymologie: ἦκα.

Greek Monolingual

ἧσσα, ή (Α)
αρχ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἧττα.

Greek Monotonic

ἧσσα: Αττ. ἧττα, -ης, ἡ (ἥσσων), υποχώρηση, ήττα, αντίθ. προς το νίκη, σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., υποχώρηση σε κάτι· ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἧσσα: атт. ἧττα
1) поражение, неудача, провал (πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.): διὰ τὸ καταπεπλῆχθαι τῇ ἥσσῃ Thuc. из-за подавленного в связи с поражением состояния; τῶν Ἀθηναίων ἥσσῃ ἀπεληλυθότων Thuc. поскольку афиняне, потерпев поражение, ушли; ἥτταν προσιεσθαι Xen. потерпеть поражение;
2) побежденность, подвластность: δι᾽ ἥττης ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φθονῶν Plat. из-за подверженности (непреодолимого влечения к) наслаждениям, страстям и зависти.

Middle Liddell

ἥσσων
a defeat, discomfiture, opp. to νίκη, Thuc., etc.:—c. gen. rei, a giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Plat.

English (Woodhouse)

defeat

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)