ἀγυμνασία
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ, (γυμνάζω) A want of exercise or training, Ar.Ra.1088, Arist.EN1114a24 ἀγυμναστία, ἡ, = foreg., Porph.Abst.1.35.
German (Pape)
[Seite 25] ἡ, Mangel an Uebung, Ungelenkigkeit, Ar. Ran. 1086; Arist. Nic. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυμνασία: ἡ, ἔλλειψις γυμνάσεως. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1088. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d’exercice, oisiveté.
Étymologie: ἀγύμναστος.
Spanish (DGE)
(ἀγυμνᾰσία) -ας, ἡ
falta de ejercicio, de entrenamiento Ar.Ra.1088, Arist.EN 1114a24, Gal.5.72, D.C.65.10.2.
Greek Monotonic
ἀγυμνᾰσία: ἡ (γυμνάσιον), έλλειψη εκπαίδευσης, ανυπαρξία εκγύμνασης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγυμνᾰσία: ἡ необученность, неопытность, неискушенность Arph., Arst.