Ἄβυδος

From LSJ
Revision as of 11:57, 30 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄβῡδος Medium diacritics: Ἄβυδος Low diacritics: Άβυδος Capitals: ΑΒΥΔΟΣ
Transliteration A: Ábydos Transliteration B: Abydos Transliteration C: Avydos Beta Code: *)/abudos

English (LSJ)

ἡ, A Abydos, on the Asiatic side of the Hellespont:— Ἀβυδόθεν, Adv. from Abydos, Il.4.500; Ἀβυδόθι, at Abydos, 17.584:—Adj. Ἀβυδηνός, ή, ον, of Abydos or from Abydos, Ath.13.572e, etc.: prov., Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = a dessert of Abydos, i.e. something unpleasant, variously expl., Zen.1.1, etc.; μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον (sc. πατεῖν) Paus.Gr.Fr.2: Ἀβυδοκόμης (Ἀβυδηνοκώμης or Ἀβυδηνοκόμος Zen. 1.1), ου, ὁ = ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν, Ar.Fr.733.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄβῡδος: ἡ, πόλις ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· πολλαχῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, ἔνθα ἴδ. Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Abydos :
1 cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;
2 ville d’Égypte.

Spanish (DGE)

(Ἄβῡδος) -ου, ἡ

• Prosodia: [ᾰ]
Abido
1 ciu. griega de la Tróade, en la costa asiática del Helesponto Il.2.836, Hdt.5.117, Th.8.61, Antipho Fr.67, X.HG 2.1.18, D.23.158, Hermipp.57, Arist.Pol.1305b33, 1306a31, A.R.1.931, cf. en el prov. μὴ εἰκῇ τὴν Ἄβυδον (πατεῖν) ... ἐπὶ τῶν εἰκαίων καὶ οὐδαμινῶν Paus.Gr.α 3.
2 ciu. de Egipto, Plu.2.359a, Str.17.1.42.

Greek Monotonic

Ἄβῡδος: ἡ, η Άβυδος, πόλη στην Ασιατική ακτή του Ελλησπόντου· Ἀβῡδόθεν, επίρρ., από την Άβυδο· Ἀβυδόθι, επίρρ., στην Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Ἄβῡδος: (ᾰ) ἡ Абидос
1) город в Троаде на Геллеспонте, против г. Сеста Hom.;
2) город в Верхнем Египте Plut.

Middle Liddell


Abydos, the town on the Asiatic side of the Hellespont.