σιτομέτριον
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
τό, Ev. Luc. 12.42; ἔπαρχος σιτομετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Latin praefectus annonae, IGRom. 3.667 (Patara).
German (Pape)
[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. σιτόμετρον.
English (Thayer)
σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.
Greek Monotonic
σῑτομέτριον: τό, ζυγισμένη μερίδα σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σῑτομέτριον: τό мера хлеба или продовольственный паек NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτομέτριον -ου, τό [σιτομέτρης] graanrantsoen.
Middle Liddell
σῑτομέτριον, ου, τό, [from σῑτομέτρης]
a measured portion of corn, NTest.
Chinese
原文音譯:sitomštron 需拖-姆特朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:穀類-量
字義溯源:定量食糧,穀類食糧,糧食;由(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)與(μέτρον)*=分量)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 糧食(1) 路12:42