καλοκἄγαθος

From LSJ
Revision as of 16:54, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοκἄγᾰθος Medium diacritics: καλοκἄγαθος Low diacritics: καλοκάγαθος Capitals: ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ
Transliteration A: kalokágathos Transliteration B: kalokagathos Transliteration C: kalokagathos Beta Code: kaloka)/gaqos

English (LSJ)

ον, an adject. form, perh. only in Poll.4.11 (in all early writers written divisim καλὸς κἀγαθός) ; καλὸς κἀγαθός orig. denotes a A perfect gentleman, Hdt.1.30, Ar.Eq.185, 735, al., Th.4.40, 8.48, X.HG5.3.9, Arist.Pol.1293b39, etc.; καλώ τε κἀγαθώ X.An.4.1.19; but later in a moral sense, a perfect character, Arist.MM1207b25; also applied to qualities, actions, etc., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Pl.Ap.21d; τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων X. Mem.2.1.20; καρτερία κ. κ. Pl.La.192c; καρδία κ. καὶ ἀ. Ev.Luc.8.15; πάντα ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι X.Mem.1.2.23, cf. Cyr.2.1.17; of things, admirable, splendid, ib.3.3.6; πᾶν ὅ τι κ. καὶ ἀ. ἐστιν ἐν Σάρδεσιν ib.7.2.12; μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγ. καὶ ἀληθεῖς D.Ep.1.16: Sup., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστον ἔχετε X.An. 2.1.9, cf. 5.6.28: rarely with words between, ἦν καὶ κ., ὦ δέσποτα, καὶ ἀ. v.l. in Id.Cyr.4.6.3; ἅμα μὲν κ., ἅμα δὲ ἀ. Pl.Ti.88c; κ. μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀ. ὁ Βρασίδας Plu.Lyc.25.


German (Pape)

[Seite 1312] d. i. καλὸς καὶ ἀγαθός, u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, καλοκἄγαθος zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; schön u. gut, der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. καλός. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im Ggstz der rohen Volksmasse.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
beau et bon, noble et bon.
Étymologie: καλός, κἀγαθός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα
αρχ.
(στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη)
1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό κάλλος με την ηθική τελειότητα
3. (αργότερα τα δύο χωριστά επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα κ.λπ.) τέλειος.
επίρρ...
καλοκἀγάθως (Α)
πάπ. με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός) (βλ. και καλός)].