παρεμφερής
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ές, A somewhat like, v.l. in Arist.HA 524b10, cf. D.S.1.35,98, etc. Adv. -ρῶς Zos.5.16.
German (Pape)
[Seite 515] ές, etwas od. fast ähnlich; Arist. H. A. 4, 1; ὦτα καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ ἔχει, D. Sic. 1, 35; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμφερής: -ές, κἄπως ὅμοιος, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18, Διόδ. 1. 35, 98, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Ζώσιμ. 5, 16.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι σε ορισμένο βαθμό, όχι απόλυτα, όμοιος με κάποιον άλλο, σχεδόν ίδιος, κάπως όμοιος, παραπλήσιος («ὦτα δὲ καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ», Διόδ. Σ.).
επίρρ...
παρεμφερώς / παρεμφερῶς, ΝΑ
κατά τρόπο σχεδόν όμοιο, παραπλήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμφερής «όμοιος, παρόμοιος»].
Russian (Dvoretsky)
παρεμφερής: довольно сходный, несколько похожий (τινι Arst., Diod.).