ὑμεναιόω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A sing the wedding-song, A.Pr.557 (lyr.). 2 wed, take to wife, κούρας Theoc.22.179: prov., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ar.Pax1076 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1178] 1) heirathen, zum Weibe nehmen, vom Manne gesagt; sprichwörtlich πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, Ar. Pax 1041. 1078; Theocr. 22, 179. – 2) den Hochzeitsgesang singen, Aesch. Prom. 557.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμεναιόω: [ῠ], ᾄδω τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Πρ. 557. 2) εἰς γάμον ἄγω, λαμβάνω εἰς γυναῖκα, κούρας Θεόκρ. 22. 179· παροιμ., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1076, 1112.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 chanter le chant nuptial;
2 prendre pour femme, épouser une femme.
Étymologie: ὑμέναιος.
Greek Monotonic
ὑμεναιόω: [ῠ], μέλ. -ώσω,
1. τραγουδώ το γαμήλιο τραγούδι, σε Αισχύλ.
2. νυμφεύομαι, παίρνω μια γυναίκα ως σύζυγο, σε Θεόκρ.· παροιμ., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμεναιόω: (ῠ)
1) петь свадебную песнь Aesch.;
2) брать в жены: ὑ. τινα Arph., Theocr. жениться на ком-л.
Middle Liddell
ὑ˘μεναιόω, [from ὑ˘μέναιος]
1. to sing the wedding-song, Aesch.
2. to wed, take to wife, Theocr.; proverb., πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ Ar.