πτοία

From LSJ
Revision as of 08:47, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοίᾱ Medium diacritics: πτοία Low diacritics: πτοία Capitals: ΠΤΟΙΑ
Transliteration A: ptoía Transliteration B: ptoia Transliteration C: ptoia Beta Code: ptoi/a

English (LSJ)

Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.

Greek (Liddell-Scott)

πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.

Greek Monolingual

και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).

Russian (Dvoretsky)

πτοία: ἡ = πτόα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.