λιθόλευστος

From LSJ
Revision as of 11:55, 16 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόλευστος Medium diacritics: λιθόλευστος Low diacritics: λιθόλευστος Capitals: ΛΙΘΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: lithóleustos Transliteration B: litholeustos Transliteration C: litholefstos Beta Code: liqo/leustos

English (LSJ)

ον,
A stoned, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λιθόλευστον ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λιθόλευστος Ἄρης = death by stoning, S.Aj.254 (lyr.).
2 deserving to be stoned, Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12.

German (Pape)

[Seite 45] gesteinigt, Callim. 4 (XII, 73), wo man es auch steinigenswerth, verbrecherisch erkl.; ὑπὸ τῶν ὄχλων, D. Sic. 3, 47; ἄρης, Steinigungstod, Soph. Ai. 253.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόλευστος: -ον, λιθόβλητος, ὑπὸ τῶν ὄχλων Διόδ. 3. 47. λ. ποιεῖν τινα Πλούτ. 2. 313Β· - Ἄρης, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Σοφ. Αἴ. 254 (λυρ.). 2) ἄξιος λιθοβολισμοῦ, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42. 5, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.
Étymologie: λίθος, adj. verb. de λεύω.

Greek Monolingual

λιθόλευστος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῖον», Διόδ.)
2. ο άξιος λιθοβολισμού
3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.
θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημό-λευστος).

Greek Monotonic

λῐθόλευστος: -ον (λεύω), λιθοβολημένος· λιθόλευστος Ἄρης, θάνατος με λιθοβολισμό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόλευστος:
1) побитый камнями (ὑπό τινος Diod.): λιθόλευστον ποιεῖν τινα Plut. побить кого-л. камнями;
2) вызванный побиением камнями: λ. ἄρης Soph. смерть через побиение камнями.

Middle Liddell

λῐθό-λευστος, ον λεύω
stoned with stones: λ. Ἄρης death by stoning, Soph.