ἐπιρρέπω

Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

English (LSJ)

A lean towards, ὄφρα . . ἡμῖν δ' αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, metaph. from the balance, Il.14.99: hence, generally, fall to one's lot, [ὑμέναιος] ἐ. γαμβροῖσιν ἀείδειν A.Ag.707 (lyr.): abs., ib.1042. 2. metaph., incline, πρὸς ἔλεον Ph.2.582. II. trans., ἐ. τάλαντον force down one scale, Thgn.157. 2. weigh out to one, allot, esp. of ill fortune, ἐ. μῆνιν πόλει A.Eu.888; Δίκα τοῖς παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Id.Ag.251 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέπω: ῥέπω, κλίνω πρός τι, ὄφρ’... ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, μεταφ. ἐκ τῆς πλάστιγγος, Ἰλ. Ξ. 99, πρβλ. Θ. 72· ἐντεῦθεν καθόλου, πίπτει εἰς τὸν κλῆρόν τινος νὰ πράξῃ τι, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρρεπεν γαμβροῖσιν ἀείδειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 707· ἀπολ., αὐτόθι 1042. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ κλίνῃ, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, Ζεὺς γάρ τοι τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Θέογν. 157. 2) κάμνω τι νὰ ἐπέλθῃ κατά τινος, ἐπ. μῆνιν πόλει Αἰσχύλ. Εὐμ. 888· Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Ἀγ. 250· ἴδε καταρρέπω.

French (Bailly abrégé)

1 intr. pencher sur ou vers ; échoir en partage;
2 tr. faire échoir en partage, faire tomber sur.
Étymologie: ἐπί, ῥέπω.

English (Autenrieth)

(ϝρέπω): sink toward, of the balance; ὄλεθρος ἡμῖν, ‘settles down upon us,’ Il. 14.99.

Greek Monolingual

ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρέπω: μέλ. -ψω,
I. ρέπω, κλίνω προς, πέφτω στο μερίδιο κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ἐπιρρέπει τινὶποιεῖν τι, σε Αισχύλ.
II. μτβ., ἐπ. τάλαντον, σε Θέογν.· μεταφ., διανέμω, παρέχω σε κάποιον, κατανέμω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρέπω:
1) досл. наклоняться, склоняться, перен. выпадать на долю (τινί Aesch.): κέλεαι ὄφρ᾽ Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται, ἡμῖν δ᾽ ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ Hom. ты предлагаешь, чтобы желательное троянцам сбылось, а нашей участью стала бы гибель; εἰ δ᾽ οὖ ἀνάγκη τῆσδ᾽ ἐπιρρέποι τύχης Aesch. уж если так сложилась судьба;
2) досл. отвешивать, перен. давать в удел: ἐ. μῆνιν πόλει Aesch. обрушивать свой гнев на город; Δίκα τοῖς παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει τὸ μέλλον Aesch. Справедливость учит через страдания познавать будущее.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to lean towards, fall to one's lot, Il.; c. inf., ἐπιρρέπει τινὶ ποιεῖν τι Aesch.
II. trans., ἐπ. τάλαντον to force down one scale, Theogn.: metaph. to weigh out to one, allot, Aesch.