αὐτοβοεί

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοβοεί Medium diacritics: αὐτοβοεί Low diacritics: αυτοβοεί Capitals: ΑΥΤΟΒΟΕΙ
Transliteration A: autoboeí Transliteration B: autoboei Transliteration C: aftovoei Beta Code: au)toboei/

English (LSJ)

Adv. A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.

German (Pape)

[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.

Spanish (DGE)

adv.
1 al primer grito, al primer asalto αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.
2 a la fuerza Theopomp.Hist.309.
3 inmediatamente glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.

Greek Monolingual

αὐτοβοεί επίρρ. (Α)
1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῖν»)
2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοβοεί: (βοή), επίρρ., με μια μόνο φωνή, στην πρώτη φωνή, αὐτοβοεὶ ἑλεῖν, κυριεύω χωρίς χτύπημα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοβοεί: adv.
1) при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);
2) на месте преступления (τινα ἑλεῖν или λαβεῖν Luc.).

Middle Liddell

[βοή]
by a mere shout, at the first shout, αὐτ. ἑλεῖν to take without a blow, Thuc.