μήλον

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.
(II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν

ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῑαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE mēlo- ή smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύ-μηλος, Καλλί-μηλος, Πολύ-μηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].