χειρουργώ
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν
τες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, -έομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.